Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χωρισμός ο [xorizmós] Ο17 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του χωρίζω. 1α. απομάκρυνση ανθρώπων μεταξύ τους: Ο ~ της μάνας από το παιδί της. Ο ~ είναι πικρός, αποχωρισμός. (έκφρ.) ο ζωντανός ο ~, η ξενιτιά. β. διαζύγιο, διακοπή συμβίωσης ή δεσμού. (νομ. έκφρ.) ~ από τραπέζης* και κοίτης. 2. μοίρασμα, διαίρεση, χώρισμα1. ANT ένωση: Ο ~ της περιουσίας. Ο ~ της τάξης σε τμήματα.
[αρχ. χωρισμός]