Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χωρικός ο [xorikós] Ο17 θηλ. χωρική [xori
í] Ο29 : αυτός που κατάγεται από χωριό και ζει σε αυτό. [λόγ. < ελνστ. χωρικός `της χώρας, του αγρού, ντόπιος΄ (η σημερ. σημ. μσν.)· λόγ. χωρικ(ός) -ή]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χωρικός -ή -ό [xorikós] Ε1 : που αναφέρεται σε μια χώρα, συνήθ. στον όρο χωρικά ύδατα, η αιγιαλίτιδα ζώνη: Ξένα πολεμικά παραβίασαν τα χωρικά ύδατα της χώρας μας.
[λόγ. < ελνστ. χωρικός `της χώρας, του αγρού, ντόπιος΄ σημδ. αγγλ. territorial]