Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χωριατόπουλο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χωριατόπουλο το [xorjatópulo] Ο41 : αγόρι που κατάγεται από χωριό και ζει σ΄ αυτό.

[χωριάτ(ης) -όπουλο]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες