Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χωριάτικος -η -ο [xorjátikos] Ε5 : 1α.που έχει σχέση με το χωριό ή με το χωριάτη: Xωριάτικη ατμόσφαιρα. Xωριάτικες συνήθειες. Xωριάτικες ιστορίες. β. που βρίσκεται σε χωριό: ~ δρόμος. Xωριάτικο σπίτι. γ. που παράγεται ή κατασκευάζεται σε χωριό: Xωριάτικο τυρί. Xωριάτικα αυγά. || που είναι κατασκευασμένος όπως συνηθίζεται στα χωριά: Xωριάτικα έπιπλα, σε χωριάτικο στιλ. Xωριάτικο ψωμί. Xωριάτικο λουκάνικο. 2. που ταιριάζει σε χωριάτη: Xωριάτικοι τρόποι. Xωριάτικα φερσίματα. Xωριάτικα χρώματα, χτυπητά.
[χωριάτ(ης) -ικος (πρβ. μσν. χωριατικός < χωριάτ(ης) -ικός)]