Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χωριάτης
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χωριάτης ο [xorjátis] Ο10 θηλ. χωριάτισσα [xorjátisa] Ο27 & (λαϊκότρ.) χωριάτα [xorjáta] Ο25α : 1.χωρικός, με υποδήλωση της ιδιαίτερης συμπε ριφοράς και νοοτροπίας που τον χαρακτηρίζουν, σε σχέση με τον αστό. 2. (μτφ., μειωτ.) άνθρωπος του οποίου οι τρόποι, η εμφάνιση και τα γούστα δείχνουν έλλειψη αγωγής και πνευματικής καλλιέργειας. ΦΡ γινόμαστε με κπ. από δυο χωριά* χωριάτες. ΠAΡ Δώσε θάρρος στο χωριάτη να σ΄ ανέβει στο κρεβάτι, ο ανάγωγος άνθρωπος εκμεταλλεύεται την ευγένεια και την προθυμία των άλλων. || (ως επίθ.): ~ άνθρωπος. χωριατάκος ο YΠΟKΟΡ για να εκφράσουμε συμπάθεια ή οίκτο. χωριατάκι το YΠΟKΟΡ χωριατόπουλο.

[μσν. χωριάτης < χωρ(ιό) -ιάτης· μσν. χωριάτισσα < χωριάτ(ης) -ισσα· χωριάτ(ης) -α· χωριάτ(ης) -άκος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες