Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χωρατό το [xorató] Ο38 : (λαϊκότρ.) αστείο, άκακο πείραγμα: Έξυπνο / χοντροκομμένο ~. Έκανα ένα ~ κι εσύ θύμωσες. Άρχισαν τα γέλια και τα χωρατά.
[χωρατ(εύω) -ό (αναδρ. σχημ.)]