Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χωρατεύω [xoratévo] Ρ5.2α : (λαϊκότρ.) 1. λέω ή κάνω χωρατά: Tου αρέσει να χωρατεύει. 2. (με αρνητ. πρότ.) αστειεύομαι. α. είμαι αυστηρός, δεν κάνω υποχωρήσεις: Nα ΄ρθεις στην ώρα σου στο γραφείο, γιατί ο νέος διευθυντής δε χωρατεύει. β. για κτ. που παρουσιάζεται με ιδιαίτερη ένταση: Δε χωρατεύει το κρύο σήμερα, είναι πολύ δυνατό. Ο ωκεανός δε χωρατεύει, είναι επικίνδυνος.
[< χωραϊτεύω με αποβ. του ημιφ. < χωραΐτ(ης < χώρ(α) -αΐτης) `κάτοικος της χώραςI2΄ (δηλ. της πόλης, που σε αντίθεση με το χωριάτη είναι έξυπνος και καταλαβαίνει από αστεία) -εύω (σύγκρ. χωριάτης2 και αρχ. ἀστεῖος `εκλεπτυσμένος, έξυπνος΄ < ἄστυ (δηλ. κάτοικος πόλης και όχι χωριάτης))]