Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χωνευτήρι το [xoneftíri] Ο44 : 1.δοχείο από ανθεκτικό υλικό με κυκλική διατομή που στενεύει προς τα κάτω, που χρησιμοποιείται για την τήξη, το βρασμό ή τη θέρμανση ορισμένων υλικών· χοάνη1α. 2. (εκκλ.) α. αποχετευτικό φρεάτιο στον περίβολο ναού, όπου χύνουν το νερό της κολυμπήθρας. β. μέρος όπου καίγονται τα κόκαλα μετά την εκταφή. 3. (μτφ.) τόπος όπου συναντιούνται και συγχωνεύονται λαοί και πολιτισμοί· χοάνη3: H Aμερική είναι μεγάλο ~ λαών και φυλών.
[1: ελνστ. χωνευτήριον· 2: μσν. σημ.· 3: λόγ. σημδ. στη δημοτ. του χοάνη3]