Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χωνί το [xoní] Ο43 : 1.μικρό μεταλλικό ή πλαστικό σκεύος σε σχήμα κώνου, που καταλήγει σε στενό στόμιο και που το χρησιμοποιούμε για να γεμίζουμε μπουκάλες, τενεκέδες κτλ.: Bάζω στην μπουκάλα το λάδι / το κρασί με το ~. 2. ό,τι έχει σχήμα χωνιού. α. είδος τηλεβόα. β. είδος μεγαφώνου. γ. είδος πρόχειρης χαρτοσακούλας.
χωνάκι το YΠΟKΟΡ 1. μικρό χωνί. 2. ό,τι έχει σχήμα μικρού χωνιού. α. μπισκότο σαν χωνάκι, γεμάτο με παγωτό· παγωτό χωνάκι. β. ονομασία διάφορων φυτών. [μσν. χωνί < χωνίον υποκορ. του αρχ. χώνη (< χοάνη)]