Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χωματερή
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χωματερή η [xomaterí] Ο29 : μεγάλη έκταση όπου συγκεντρώνουν τα απορρίμματα των πόλεων, τα οποία στη συνέχεια τα συμπιέζουν και τα θάβουν: Ρίχνουν / θάβουν τα φρούτα στις χωματερές, όταν υπάρχει υπερπαραγωγή.

[ουσιαστικοπ. θηλ. του επιθ. *χωματερός < χωματ- (χώμα) -ερός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες