Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χωματένιος -α -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χωματένιος -α -ο [xomaténos] Ε4 : που είναι από χώμα ή από πηλό· χωμάτινος.

[χωματ- (χώμα) -ένιος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες