Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χυμός ο [ximós] Ο17 : 1α.το υγρό που παίρνουμε όταν στύψουμε ώριμα φρούτα ή λαχανικά· ζουμί: ~ από πορτοκάλι / λεμόνι / σταφύλι / ντομάτα / καρότο. || αναψυκτικό από χυμό φρούτων: Tου πρόσφερε ένα χυμό. β. το υγρό που περιέχουν οι ιστοί των φυτών: Οι χυμοί ανεβαίνουν από τις ρίζες του δέντρου στον κορμό και στα κλαδιά. γ. (φυσιολ.) το περιεχόμε νο του στομάχου που έχει υποστεί μερική μόνο πέψη. 2. (μτφ., συνήθ. πληθ.) ζωτικότητα: Ένα νεανικό κορμί γεμάτο χυμούς.
[λόγ. < αρχ. χυμός]