Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χυμάω [ximáo] & -ώ & χιμάω [ximáo] & -ώ Ρ10.7α : 1.κινούμαι ορμητικά εναντίον κάποιου· χύνομαιII2α: Tου χύμηξε ένα άγριο σκυλί και τον δάγκωσε. Xύμηξε πάνω μου με το μαχαίρι. Οι στρατιώτες χύμηξαν στον εχθρό. 2. (μτφ.) εκδηλώνω με έντονο τρόπο τη δυσαρέσκειά μου: Tόλμησα να μιλήσω και χύμηξαν όλοι να με φάνε, έπεσαν.
[χυμ-: μσν. *χυμώ (πρβ. μσν. χουμώ με τροπή [i > u] από επίδρ. του χειλ. [m] ) ίσως < αρχ. χύμ(α) `υγρό που χύνεται΄ -ώ· χιμ-: ορθογρ. απλοπ.]