Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χυλόπιτα η [xilópita] Ο27 : άρνηση σε ερωτική πρόταση, συνήθ. στις ΦΡ τρώω (τη) ~, για ερωτική συνήθ. αποτυχία. ταΐζω κπ. ~, αποκρούω την ερωτική πρόταση κάποιου.
[μσν. χυλόπιτα (για φαγώσιμο) < χυλ(ός) -ο- + -πιτα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χυλοπίτα η [xilopíta] Ο25 (κυρ. πληθ.) : είδος ζυμαρικού σε σχήμα μικρής λεπτής ταινίας.
[χυλ(ός) -ο- + πίτα]