Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χυδαιότητα η [xiδeótita] Ο28 : 1.η ιδιότητα του χυδαίου: Mε αηδιάζει η ~ αυτού του ανθρώπου. 2. (συνήθ. πληθ.) συμπεριφορά ή λόγια χυδαίου ανθρώπου: Ξεστόμισε ανήκουστες χυδαιότητες, χυδαιολογίες.
[λόγ. < ελνστ. χυδαιότης, αιτ. -ητα]