Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χυδαίος -α -ο [xiδéos] Ε4 : που τον χαρακτηρίζει η έλλειψη ηθικής και ευπρέπειας: ~ άνθρωπος. Xυδαία συμπεριφορά. Έχει κάτι το χυδαίο επά νω του. Xυδαίες λέξεις / εκφράσεις / χειρονομίες, κυρίως αυτές που αναφέρονται στο σεξουαλικό τομέα. Xυδαία γλώσσα, μειωτικός χαρακτηρισμός που χρησιμοποιούσαν οι οπαδοί της καθαρεύουσας για τη δημοτι κή γλώσσα. || ~ υλισμός, απλοποίηση της θεωρίας του υλισμού.
χυδαία ΕΠIΡΡ: Tον έβρισε ~. Φέρθηκε πολύ ~. [λόγ. < ελνστ. χυδαῖος `κοινός΄ σημδ. γαλλ. vulgaire και κατά τη σημ. του χυδαιολογία]