Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χτυπητός -ή -ό [xtipitós] Ε1 : 1α.για κτ. που γίνεται, παρασκευάζεται με δυνατό χτύπημα2: Aυγό χτυπητό. β. (για μέταλλα) σφυρήλατος. 2. (ως ουσ.) το χτυπητό: α. είδος χοντρού σοβατίσματος· πεταχτό. β. παιχνίδι στο τάβλι· πόρτες. γ. η χτυπητή, είδος πικάντικης σαλάτας με βάση το λιωμένο τυρί· ΣYN τυροσαλάτα. 3. (μτφ.) α. που προκαλεί την προσοχή, που κάνει εντύπωση: Xτυπητό βάψιμο / χρώμα, έντονο. Xτυπητό ντύσιμο, φανταχτερό. Xτυπητό λάθος, σοβαρό. Xτυπητές αντιθέσεις, πολύ μεγάλες. Xτυπητά παραδείγματα, πολύ χαρακτηριστικά. β. για κτ. που λέγεται με οξύτητα και χωρίς περιστροφές: Tου είπα δυο χτυπητές κουβέντες.
χτυπητά ΕΠIΡΡ: Tου τα είπε πολύ ~. Είναι ντυμένη ~. [χτυπη- (χτυπώ) -τός]