Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χτικιό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χτικιό το [xtikó] Ο38 : (οικ.) 1. (παρωχ.) φυματίωση. 2. (μτφ.) μεγάλη κούραση, ταλαιπωρία: Aυτή η δουλειά είναι ~!

[μσν. κτικιό με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] < κτικ(ιάζω) (δες στο χτικιάζω) -ιό (αναδρ. σχημ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες