Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χτικιάζω [xtikázo] Ρ2.1α μππ. χτικιασμένος : (οικ.) 1. (παρωχ.) παθαίνω φυματίωση. 2. (μτφ.) ταλαιπωρούμαι, κουράζομαι πολύ: Xτίκιασα για να τελειώσω αυτό το σπίτι. || ταλαιπωρώ, κουράζω πολύ κπ.: Mε χτίκιασε αυτό το παιδί για να φάει.
[μσν. κτικιάζω με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] < ελνστ. ἑκτικ(ός) (ενν. πυρετός) `φυματικός πυρετός΄, αρχ. σημ.: `κατά συνήθεια, συνεχής΄ -ιάζω με αποβ. του αρχικού άτ. φων.]