Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χταπόδι
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χταπόδι το [xtapóδi] Ο44 : μαλάκιο με σφαιρικό σώμα που περιβάλλεται από οχτώ ισχυρούς πλοκάμους, εφοδιασμένους με δύο σειρές μυζητήρες: Tο ~ απλώνει τα πλοκάμια του. ~ βραστό / ξιδάτο / στα κάρβουνα. Xτυπώ κάτω το ~ για να γίνει τρυφερό. ΦΡ χτυπάω κπ. σαν ~, τον βασανίζω, τον ταλαιπωρώ πολύ. χταποδάκι το YΠΟKΟΡ.

[μσν. οκταπόδι με αποβ. του αρχικού άτ. φων. από συμπροφ. με το άρθρο και ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] < οκταπόδιον (αποφυγή της χασμ.) υποκορ. του ελνστ. ὀκτάπους]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες