Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χτίσιμο το [xtísimo] & κτίσιμο το [ktísimo] Ο50 : η ενέργεια του χτίζω. ANT γκρέμισμα. 1. κατασκευή: Tο ~ της γέφυρας / του τοίχου. Φέτος έχουμε χτισίματα, χτίζουμε. 2. φράξιμο: Tο ~ της πόρτας. 3. ίδρυση πόλης: Tο ~ της Ρώμης. 4. (μτφ.) δημιουργία ενός μακρόπνοου έργου: Tο ~ του αυριανού κόσμου.
[μσν. κτίσιμο(ν) με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] < κτισ- (κτίζω) -ιμον· λόγ. < μσν. κτίσιμο(ν)]