Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χρόνιος -α -ο [xrónios] Ε6 λόγ. θηλ. και χρονία : α.για δυσάρεστη κατάσταση που διαρκεί πολύ, που υπάρχει από πολύ χρόνο: H κρίση της οικονομίας είναι χρόνια. H ανεργία είναι ένα χρόνιο, σχεδόν μόνιμο πρόβλημα του τόπου. β. για ασθένεια που έχει βραδεία εξέλιξη, διαρκεί χρόνια και παρουσιάζει υφέσεις και εξάρσεις. ANT οξύς: Xρόνια αρθρίτιδα / σκωληκοειδίτιδα.
χρόνια ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. χρόνιος]