Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χρωστήρας
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χρωστήρας ο [xrostíras] Ο2 : 1.το πινέλο του ζωγράφου. 2. (μτφ.) η τέχνη του ζωγράφου: Οι ζωγράφοι με το χρωστήρα τους απαθανάτισαν σκηνές από τον αγώνα του ΄21. Δεξιοτέχνης του χρωστήρα.

[λόγ.: 1: μσν. χρωστήρ, αιτ. -ήρα `υλικό βαφής΄ < αρχ. χρωσ- (χρῴζω) `βάφω΄ -τήρ· 2: σημδ. γαλλ. pinceau]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες