Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χρωμόσωμα το [xromósoma] Ο49 : (βιολ.) συστατικό του πυρήνα των κυττάρων, με κυλινδρική συνήθ. μορφή και με έντονο χρωματισμό, που είναι φορέας των κληρονομικών χαρακτηριστικών· χρωματόσωμα: Kάθε φυσιολογικό ανθρώπινο κύτταρο έχει σαράντα έξι χρωμοσώματα.
[λόγ. < γερμ. Chromosom ή μέσω του γαλλ. chromosome < chromo- = χρωμο- 1 + αρχ. σῶμα, επειδή απορροφά ορισμένες χρωστικές ουσίες]