Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χρωματόσωμα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χρωματόσωμα το [xromatósoma] Ο49 : (βιολ.) συστατικό του πυρήνα των κυττάρων, με κυλινδρική συνήθ. μορφή και με έντονο χρωματισμό, που είναι φορέας των κληρονομικών χαρακτηριστικών· χρωμόσωμα.

[λόγ. < χρωμόσωμα, κατά την αντιστοιχία χρωμο- = χρωματο-]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χρωματοσωματικός -ή -ό [xromatosomatikós] Ε1 : (βιολ.) που έχει σχέση με χρωματόσωμα: Xρωματοσωματικές ανωμαλίες.

[λόγ. < χρωμοσωμικός κατά την αντιστοιχία χρωμο- = χρωματο- & σωμ- = σωματ-]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες