Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χρωματουργείο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χρωματουργείο το [xromaturjío] Ο39 : εργοστάσιο ή εργαστήριο κατασκευής χρωμάτων.

[λόγ. χρωματ(ο)- + -ουργείον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες