Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χρωματίζω [xromatízo] -ομαι Ρ2.1 : 1.καλύπτω μια επιφάνεια με χρώμα· βάφω: ~ ένα σχέδιο / ένα χάρτη. ~ τον τοίχο / την πόρτα. ~ το σπίτι άσπρο / με άσπρο χρώμα. 2. (μτφ.) α. εκφράζομαι με έναν ιδιαίτερο τρό πο, ώστε να τονίζονται τα συναισθήματά μου, οι σκέψεις μου: Όταν απαγγέλλεις, να χρωματίζεις τη φωνή σου. β. (μουσ.) χρησιμοποιώ ημιτόνια σε μια σύνθεση. γ. χαρακτηρίζω κπ. ως οπαδό ενός κόμματος, συνήθ. αντίθετου με την κρατούσα πολιτική ιδεολογία: Δεν εκφράζει τις πολιτικές του πεποιθήσεις για να μη χρωματιστεί. Aυτός είναι χρωματισμένος.
[λόγ.: 1: αρχ. χρωματίζω· 2α, γ: σημδ. αγγλ. color & κατά το γαλλ. couleur `χρώ μα΄· 2β: κατά το χρώμαΙΙ2)]