Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χρυσόβουλο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χρυσόβουλο το [xrisóvulo] Ο41 : αυτοκρατορικό διάταγμα με τη χρυσή σφραγίδα του αυτοκράτορα του Bυζαντίου.

[λόγ. < μσν. χρυσόβουλ(λ)ον (ενν. γράμμα) < χρυσο- + βούλλ(α δες στο βούλα) -ον, ουδ. του -ος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες