Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χρυσωρυχείο το [xrisorixío] Ο39 : 1.ορυχείο χρυσού. 2α. (μτφ.) επαγγελματική απασχόληση και κυρίως εμπορική επιχείρηση πολύ προσοδοφόρα: Έχει ένα μαγαζί που είναι αληθινό ~. β. πηγή από όπου μπορούμε να αντλήσουμε κτ. πολύτιμο: Tα αρχεία του είναι ένα ανεκμετάλλευτο ~.
[λόγ.: 1: ελνστ. χρυσωρυχεῖον· 2: σημδ. αγγλ. gold mine ή γαλλ. mine d΄or]