Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χρυσοκάνθαρος ο [xrisokánθaros] Ο20α : 1.(ζωολ.) χρυσόμυγα. 2. (μτφ., ειρ.) πλουτοκράτης συνήθ. νεόπλουτος: Οι χρυσοκάνθαροι του ελληνικού κεφαλαίου.
[λόγ. < μσν. χρυσοκάνθαρος (στη σημ. 1) < χρυσο- + κάνθαρος]