Παράλληλη αναζήτηση
33 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χρυσο- 1 [xriso] & χρυσό- [xrisó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & χρυσ- 1 [xris], σε παλαιότερη σύνθεση όταν το β' συνθετικό άρχιζε από φωνήεν : το ουσ. χρυσός ως α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις με αναφορά στο πολύτιμο μέταλλο: ~θήρας, ~χόος· χρυσωρυχείο· χρυσελεφάντινος, ~φόρος· χρυσόδετος.
[λόγ. < αρχ. χρυσ(ο)- θ. του ουσ. χρυσό(ς) ως α' συνθ.: αρχ. χρυσο-χόος, χρυσ-ήλατος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χρυσο- 2 & χρυσό- όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & χρυσ- 2, σε παλαιότερη σύνθεση όταν το β' συνθετικό άρχιζε από φωνήεν : το επίθ. χρυσός ως α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις: 1. δηλώνει ότι αυτό που υπάρχει ως β' συνθετικό έχει χρυσό χρώμα: χρυσόμαλλος, ~πλόκαμος, χρυσόχρωμος· ~τρίχης· χρυσαυγή. || ~κίτρινος, ~κόκκινος, ~πράσινος, κίτρινος, κόκκινος κτλ. με χρυσές ανταύγειες. 2. στην κοινή ονομασία φυτών, ψαριών κτλ. των οποίων το άνθος, το δέρμα, το πτέρω μα κτλ. έχει χρυσές, χρυσαφιές ανταύγειες: ~λούλουδο, χρυσαετός, χρυσόμυγα, χρυσόψαρο. 3. δηλώνει ότι το χρυσό χρώμα αυτού που υπάρχει ως β' συνθετικό δίνει την εντύπωση ότι είναι κατασκευασμένο από χρυσάφι: ~κλωστή, χρυσόνημα, χρυσόσκονη, χρυσόχαρτο. 4. (μτφ.) προσδίδει στο β' συνθετικό τη σημασία του: α. πολύ καλός: χρυσόκαρδος, ~μίλητος. || πολύ επιδέξιος: ~χέρης. β. πολύ ακριβός, πολύ ακριβά: ~πληρώ νω· (πρβ. μοσχο-).
[αρχ. χρυσ(ο)- θ. του επιθ. χρυσ(οῦς) -ο- ως α' συνθ.: αρχ. χρυσο-κέφαλος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χρυσόβουλο το [xrisóvulo] Ο41 : αυτοκρατορικό διάταγμα με τη χρυσή σφραγίδα του αυτοκράτορα του Bυζαντίου.
[λόγ. < μσν. χρυσόβουλ(λ)ον (ενν. γράμμα) < χρυσο- + βούλλ(α δες στο βούλα) -ον, ουδ. του -ος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χρυσοδάκτυλος -η -ο [xrisoδáktilos] Ε5 : χαρακτηρισμός λωποδύτη ή ληστή, ο οποίος με επιδεξιότητα κατορθώνει να αφαιρέσει πολύ μεγάλα ποσά ή αντικείμενα πολύ μεγάλης αξίας.
[λόγ. χρυσο- + δάκτυλ(ον) -ος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χρυσόδετος -η -ο [xrisóδetos] Ε5 : α.για δεμένο βιβλίο που στο κάλυμμά του έχει χρυσά γράμματα ή και χρυσές διακοσμήσεις. β. για πολύτιμο λίθο που είναι δεμένος με χρυσό.
[λόγ. < αρχ. χρυσόδετος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χρυσοθήρας ο [xrisoθíras] Ο3 : αυτός που ψάχνει να βρει κοιτάσματα χρυσού για προσωπικό κέρδος: Οι χρυσοθήρες στην Aμερική του 19ου αι.
[λόγ. < μσν. χρυσοθήρας < χρυσο- + -θήρας]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χρυσοθηρία η [xrisoθiría] Ο25 : η ενέργεια του χρυσοθήρα.
[λόγ. χρυσοθήρ(ας) -ία]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χρυσοκάνθαρος ο [xrisokánθaros] Ο20α : 1.(ζωολ.) χρυσόμυγα. 2. (μτφ., ειρ.) πλουτοκράτης συνήθ. νεόπλουτος: Οι χρυσοκάνθαροι του ελληνικού κεφαλαίου.
[λόγ. < μσν. χρυσοκάνθαρος (στη σημ. 1) < χρυσο- + κάνθαρος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χρυσοκάπουλος -η -ο [xrisokápulos] Ε5 : για άλογο ή για μουλάρι που του έχουν βάλει στα καπούλια χρυσά στολίδια.
[χρυσο- + καπούλ(ι) -ος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χρυσοκέντητος -η -ο [xrisokénditos] Ε5 : για κτ. που το έχουν κεντήσει με χρυσή κλωστή.
[μσν. χρυσοκέντητος < χρυσο- + κεντητ(ός) -ος]