Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χρυσαφής -ιά -ί
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χρυσαφής -ιά -ί [xrisafís] Ε8 & χρυσαφί [xrisafí] Ε (άκλ.) : που έχει το χρώμα του χρυσού: Xρυσαφιά κλωστή. Xρυσαφιές / χρυσαφί κουρτίνες. Στη δύση του ο ήλιος γίνεται ~. || (ως ουσ.) το χρυσαφί, το χρυσαφί χρώ μα.

[χρυσάφ(ι) -ής· χρυσάφ(ι) -ί 4]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες