Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χρυσίο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χρυσίο το [xrisío] Ο39 : (λόγ., ειρ.) ο πλούτος: Tο ~ διαφθείρει πολλές συνειδήσεις.

[λόγ. < αρχ. χρυσίον υποκορ. του χρυσός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες