Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χρονοβόρος -α -ο [xronovóros] Ε4 : για κτ. που η εκτέλεσή του, η ολοκλή ρωσή του απαιτεί πολύ χρόνο: Xρονοβόρο έργο / πρόγραμμα. Xρονοβό ρες διαδικασίες.
[λόγ. χρονο- 1 + -βόρος κατά το αιμοβόρος μτφρδ. αγγλ. time-consuming]