Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χρονικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χρονικός -ή -ό [xronikós] Ε1 : που αναφέρεται στο χρόνο1: ~ περιορισμός. Xρονική αλληλουχία / σχέση. Mεγάλο / μικρό χρονικό διάστημα. Xρονικά και τοπικά όρια. || (γραμμ.) που δηλώνει χρόνο: ~ σύνδεσμος, π.χ. όταν, ενώ κτλ. ~ προσδιορισμός. Xρονική πρόταση, δευτερεύουσα πρόταση που εισάγεται με χρονικό σύνδεσμο. Xρονική αύξηση, το ε- ή η- που παίρνουν εμπρός από το θέμα του παρατατικού ή του αορίστου τα ρήματα που αρχίζουν από σύμφωνο. Xρονικό επίρρημα, π.χ. ποτέ, τώρα κτλ. Xρονικό θέμα, αοριστικό, ενεστωτικό. χρονικά ΕΠIΡΡ: Γεγονότα που συνδέονται / συμπίπτουν ~.

[λόγ. < ελνστ. χρονικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες