Παράλληλη αναζήτηση
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χρονιά η [xroná] Ο24 : 1.διάστημα ενός έτους· χρόνος: H περσινή / φετινή ~. Έχει να χιονίσει δύο χρονιές. Aγόρασε το λάδι / το βούτυρο της χρονιάς, για ολόκληρο το χρόνο. (έκφρ.)
της χρονιάς, για κπ. ή για κτ. που διακρίθηκε σε κάποια συγκεκριμένη χρονιά: Ο άνθρωπος / το έργο / το γεγονός της χρονιάς. (ευχή στην αρχή του χρόνου) καλή ~! ΦΡ έφαγε (το ξύλο) της χρονιάς του, τον έδειραν πολύ. άκουσε της χρονιάς του, τον έβρισαν, τον μάλωσαν πολύ. 2. διδακτικό έτος, χρόνος: Έχασε / κέρδισε μια ~ στο σχολείο / στο πανεπιστήμιο.
[χρόν(ος) -ιά (ίσως μσν. *χρονέα) (διαφ. το αρχ. χρονία `καθυστέρηση΄)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χρονιάζω [xronázo] Ρ2.1α : χρονίζω1.
[χρόν(ος)4 -ιάζω]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χρονιάρης -α -ικο [xronáris] Ε9 : (οικ.) 1. που έχει ηλικία ενός έτους: Στη φωτογραφία ο Γιάννης είναι ~. Xρονιάρικο παιδί / αρνί. 2. χρονιάρα μέ ρα, η μέρα μεγάλης γιορτής, συνήθ. θρησκευτικής, που τη γιορτάζουν μια φορά το χρόνο: Mη δουλεύεις χρονιάρα μέρα. Όλη η οικογένεια συγκεντρώνεται τις χρονιάρες μέρες.
[μσν. *χρονιάρης (πρβ. μσν. χρονιάρικος) < χρόν(ος)4 -ιάρης]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χρονιάρικος -η -ο [xronárikos] Ε5 : (οικ.) 1. που έχει ηλικία ενός έτους· χρονιάρης. 2. που έχει διάρκεια ενός έτους.
[μσν. χρονιάρικος < χρονιάρ(ης) -ικος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χρονιάτικος -η -ο [xronátikos] Ε5 : (λαϊκότρ.) που γίνεται κάθε χρόνο ή που αναφέρεται σε ολόκληρο το χρόνο. || (ως ουσ.) το χρονιάτικο, αμοιβή ενός χρόνου.
[χρόν(ος)4 -ιάτικος]