Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χριστόψωμο το [xristópsomo] Ο41 : ψωμί ζυμωμένο με αρωματικά και στολισμένο με ξηρούς καρπούς, που το φτιάχνουν τα Xριστούγεννα.
[Χριστ(ός) -ο- + ψωμ(ί) -ο]