Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χριστόψαρο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χριστόψαρο το [xristópsaro] Ο41 : ψάρι με πλατύ σώμα, μεγάλα ακτινωτά αγκάθια στη ράχη και με μια μεγάλη μαύρη βούλα στα δύο πλευρά: Tο ~ σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση έχει το σημάδι από τα δύο δάχτυλα του Xριστού.

[μσν. χριστόψαρον < Χριστ(ός) -ο- + ψάρ(ι) -ον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες