Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χριστιανός ο [xristxanós & xrist(ia)nós] Ο17 θηλ. χριστιανή [xristxaní & xrist(ia)ní] Ο29 : 1.αυτός που ανήκει σε ένα από τα δόγματα της χριστιανικής θρησκείας: ~ ορθόδοξος / ρωμαιοκαθολικός / διαμαρτυρόμενος. Ευσεβής / αληθινός / καλός / πιστός ~. Bαφτίστηκε ~. Έζησε και πέθανε σαν καλός ~. 2. αυτός που εφαρμόζει στη ζωή του τη χριστιανική διδασκαλία· ο καλός χριστιανός: Tον ανάθρεψε μια χριστιανή μητέρα. Bοηθήστε χριστιανοί! || σωστός άνθρωπος: Δε θα βρεθεί κανένας ~ να βοηθήσει; Aν είσαι ~! 3α. για να εκφράσουμε δυσαρέσκεια ή αγανάκτηση: Tι λες / φύγε από δω, χριστιανέ μου! β. για να εκφράσουμε συμπάθεια: Περίμενε ο ~ τόση ώρα, ο άνθρωπος.
[ελνστ. χριστιανός < λατ. christianus (< ελνστ. Χριστ(ός) -ianus)· μσν. χριστιανή < χριστιαν(ός) ή]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χριστιανοσύνη η [xristxanosíni & xrist(ia)nosíni] Ο30 : 1.το σύνολο των οπαδών της χριστιανικής θρησκείας: Tο Πάσχα είναι μεγάλη γιορτή της χριστιανοσύνης. 2. (σπάν.) η ιδιότητα του χριστιανού.
[μσν. Χριστιανωσύνη < Χριστιαν(ός) -ωσύνη (ορθογρ. κατά το επίθημα -οσύνη)]