Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χριστιανοδημοκράτης ο [xristxanoδimokrátis & xrist(ia)noδimokrátis] Ο10 : οπαδός της χριστιανοδημοκρατίας.
[λόγ. χριστιαν(ός) -ο- + δημοκράτης μτφρδ. γερμ. Christdemokrat (< Christ = χριστιανός + Demokrat = δημοκράτης)]