Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χρηστός -ή -ό [xristós] Ε1 : (λόγ.) ANT φαύλος. 1. (για πρόσ.) που έχει καλό ήθος: Tο σχολείο διαμορφώνει χρηστούς πολίτες. 2. (για αφηρ. ουσ.) που ταιριάζει σ΄ αυτόν που έχει καλό ήθος, που είναι ηθικός, έντιμος: H χρηστή διοίκηση του κράτους. Έντυπα / θεάματα που φθείρουν τα χρηστά ήθη.
[λόγ. < αρχ. χρηστός]