Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χρησιμοποιήσιμος -η -ο [xrisimopiísimos] Ε5 : που μπορεί να χρησιμοποιηθεί: Tο κτίριο επισκευάστηκε για να γίνει χρησιμοποιήσιμο.
[λόγ. χρησιμοποιη- (χρησιμοποιώ) -σιμος]