Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χρηματοκιβώτιο το [xrimatokivótio] Ο40 : ειδικό ντουλάπι εντοιχισμένο ή κινητό, συνήθ. από ατσάλι, με ειδικές κλειδαριές ασφαλείας, όπου φυλά γονται χρήματα, έγγραφα ή πολύτιμα αντικείμενα: Έγινε διάρρηξη στο ~ της εταιρείας. Οι διαρρήκτες σήκωσαν το ~, το έκλεψαν.
[λόγ. χρηματο- + κιβώτιον μτφρδ. γερμ. Geldschrank]