Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χρηματοδότης ο [xrimatoδótis] Ο10 θηλ. χρηματοδότρια [xrimatoδótria] Ο27 : αυτός που χρηματοδοτεί κπ.: ~ των έργων οδοποιίας είναι το ελληνικό κράτος. || (ως επίθ.): H χρηματοδότρια εταιρεία κήρυξε πτώχευση.
[λόγ. χρηματο- + -δότης· λόγ. χρηματοδό(της) -τρια]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χρηματοδότηση η [xrimatoδótisi] Ο33 : η ενέργεια του χρηματοδοτώ: Tο κράτος / η τράπεζα ανέλαβε τη ~ των αποχετευτικών έργων.
[λόγ. χρηματοδοτη- (χρηματοδοτώ) -σις > -ση]