Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χρηματοδοτώ [xrimatoδotó] -ούμαι Ρ10.9 : δίνω σε ένα νομικό ή φυσικό πρόσωπο τα οικονομικά μέσα για να εκτελέσει ένα έργο: ~ επιχειρήσεις / οργανώσεις / κόμματα. H κυβέρνηση χρηματοδοτεί νέες βιομηχανικές μονάδες. Ο τουρισμός θα χρηματοδοτηθεί με ελληνικά κεφάλαια.
[λόγ. < μσν. χρηματοδοτώ < χρηματο- + -δοτώ]