Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χρηματιστηριακός -ή -ό [xrimatistiriakós] Ε1 : που έχει σχέση με το χρηματιστήριο: Xρηματιστηριακή αγορά. Xρηματιστηριακές αξίες / πράξεις / συναλλαγές.
[λόγ. χρηματιστήρι(ον) -ακός]