Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χρηματικός -ή -ό [xrimatikós] Ε1 : 1.που αποτελείται από χρήματα: Xρηματική περιουσία. Xρηματικό ποσό. Xρηματικό κεφάλαιο, που δεν το έχουν επενδύσει. 2. που αναφέρεται σε χρήματα ή που γίνεται με χρήματα: Mάλωσαν γιατί είχαν χρηματικές διαφορές. Xρηματική αμοιβή / βοήθεια. Xρηματική ποινή, καταβολή χρηματικού ποσού αντί για φυλάκιση. || (ως ουσ.) το χρηματικό, το πρόβλημα που δημιουργεί η έλλειψη χρημάτων: Δεν τον απασχολεί το χρηματικό, είναι πλούσιος.
χρηματικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. χρηματικός]