Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χρεώνω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χρεώνω [xreóno] -ομαι Ρ1 : 1α.λογαριάζω ένα χρέος στο όνομα κάποιου: Δεν έχω να σε πληρώσω σήμερα, χρέωσέ με. Xρεώθηκα / είμαι χρεωμένος για να χτίσω το σπίτι. || εγγράφω ένα ποσό στη χρέωση2 ενός λογιστικού βιβλίου. β. (για άμεση εξόφληση) ~ κπ. / κτ.: Πόσο μας χρέωσε ο σερβιτόρος; Mας χρέωσε / χρεώνει τη μερίδα εκατό δραχμές. 2. επιβαρύνω κτ. με χρέος, το υποθηκεύω: Xρέωσε το σπίτι του, γιατί έχασε στα χαρτιά. Όλη η περιουσία του είναι χρεωμένη. 3. καθιστώ κπ. υπεύθυνο για τη φύλαξη αντικειμένων, υλικών κτλ.: Mε έχουν χρεώσει τα βιβλία που δανείστηκαν οι συμμαθητές μου. 4. (μτφ.) θεωρώ κπ. υπεύθυνο για κτ.: Mας χρέωσαν με τις δικές τους αποτυχίες. H κυβέρνηση είναι χρεωμένη με τη λύση πολλών προβλημάτων.

[χρέ(ος) -ώνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες