Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χρεολύσιο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χρεολύσιο το [xreolísio] Ο42 : το ποσό που καταβάλλει ένας οφειλέτης σε τακτά χρονικά διαστήματα για να εξοφλήσει χρέος από δάνειο.

[λόγ. χρέ(ος) -ο- + λύσ(ις) -ιον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες