Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χρεολυτικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χρεολυτικός -ή -ό [xreolitikós] Ε1 : που εξοφλείται με χρεολύσιο: Xρεολυτικό δάνειο.

[λόγ. χρεολύ(σιον) -τικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες